Συνέντευξη Τύπου ΚΕΘΕΑ για την περικοπή της επιχορήγησης
ΕΣΗΕΑ, 13 Σεπτεμβρίου 2011
Χαράλαμπος Πουλόπουλος, διευθυντής ΚΕΘΕΑ
Οι πρόσφατες πολιτικές αποφάσεις θέτουν πλέον χωρίς ενδοιασμούς στο στόχαστρο τους οργανισμούς πρόληψης και θεραπείας και τις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας, περικόπτοντας δραστικά, αιφνιδιαστικά και χωρίς αξιολόγηση τις επιχορηγήσεις. Ακολουθώντας μία λογιστική λογική οδηγούν το κράτος πρόνοιας σε διάλυση, αντίθετα από τις κατά καιρούς εξαγγελίες και υποσχέσεις για ενίσχυση των κοινωνικά αδύναμων και τη ρητορεία περί κοινωνικής αλληλεγγύης.
Οι εξαρτημένοι χρήστες είναιπολύ πιο επιβαρυμένοι από το γενικό πληθυσμό στον τομέα της ψυχικής και σωματικής υγείας, έχουν δέκα έως είκοσι φορές μεγαλύτερη θνησιμότητα σε σχέση με το γενικό πληθυσμό και δεκατέσσερις φορές περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας. Βιώνουν εκτεταμένο κοινωνικό αποκλεισμό και έχουν έλλειψη βασικών πόρων, εφοδίων και αγαθών σε πολλά επίπεδα που τους κρατούν καθηλωμένους στην εξάρτηση και στο φαύλο κύκλο του εγκλήματος.
Στις σημερινές συνθήκες τα προβλήματα αυτά αναμένεται να γίνουν εντονότερα. Η οικονομική κρίση συνεπάγεται επιδείνωση των προβλημάτων και των ασθενειών που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών (ηπατίτιδες, HIV, φλεγμονές), ενδεχόμενη στροφή σε πιο οικονομικούς αλλά και επικινδυνότερους τρόπους χρήσης των ουσιών, μείωση του κινήτρου για ένταξη και παραμονή σε θεραπεία, λόγω απουσίας θετικής προοπτικής, και αύξηση των δυσκολιών κατά την κοινωνική επανένταξη.
Είναι προφανές ότι η αποτελεσματική θεραπεία της εξάρτησης και η επανένταξη του ατόμου στην κοινωνία προϋποθέτουν σφαιρική υποστήριξη για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων τους και δεν αρκεί η χορήγηση ενός υποκατάστατου, είτε αυτό δίνεται στα νοσοκομεία είτε στα φαρμακεία. Απαιτείται παράλληλη ψυχοκοινωνική στήριξη, η οποία δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα ακόμα και σε περίοδο οικονομικής κρίσης, γιατί η πλειονότητα των εξαρτημένων, χωρίς ψυχοκοινωνική στήριξη, κινδυνεύει να βρεθεί ξανά στο δρόμο και, χωρίς διαδικασίες ελέγχου, ενδεχομένως στην παράλληλη χρήση παράνομων ουσιών.
Όσον αφορά το ΚΕΘΕΑ ανασφάλεια και αγωνία διακατέχει τα μέλη, τους γονείς και τους εργαζόμενους, λόγω των περικοπών. Αυτή η αβεβαιότητα, πρώτα από όλα, δυναμιτίζει τη θεραπευτική διαδικασία. Για τους ανθρώπους που βρίσκονται στα Συμβουλευτικά Κέντρα μειώνει το κίνητρο για θεραπεία. Στις μονάδες ψυχικής απεξάρτησης μπορεί να οδηγήσει σε διακοπή της θεραπείας και υποτροπή, ενώ για όσους βρίσκονται στο στάδιο της κοινωνικής επανένταξης είναι ένα δεύτερο ισχυρό πλήγμα, μετά τα σοβαρά εμπόδια εργασιακής ένταξης που αντιμετωπίζουν λόγω της αυξανόμενης ανεργίας. Από την άλλη η οι οικογένειες των εξαρτημένων θα πληρώσουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, την οπισθοδρόμηση της κοινωνικής πολιτικής, επωμιζόμενες το βάρος και το κόστος θεραπείας των παιδιών τους.
Κι ενώ οι δημόσιοι φορείς απεξάρτησης πλήττονται από τις περικοπές, συνεχίζουν να αλωνίζουν οι διάφορες ιδιωτικές κλινικές, που τώρα θα επιχειρήσουν να καλύψουν το κενό που δημιουργείται από τη συρρίκνωση της δημόσιας, δωρεάν θεραπείας των εξαρτήσεων. Το φαινόμενο είναι γνωστό από την εποχή της Θάτσερ στην Αγγλία αλλά και από τις ΗΠΑ.
Η αβέβαιη οικονομική προοπτική και ο κίνδυνος συνεχών αρνητικών εκπλήξεων στο μέλλον δημιουργεί ένα αίσθημα απειλής, αβεβαιότητας και ανασφάλειας σε ανθρώπους που με δέσμευση αφιερώνουν τη ζωή τους για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους. Η παρατεταμένη κρίση και η αίσθηση ότι θα συνεχιστούν τα μέτρα περικοπών και λιτότητας και ότι θα περιοριστούν οι θέσεις εργασίας οδηγεί σε φόβο, οργή, ματαίωση,παθητικότητα, και μπορεί να καταλήξει ακόμα και σε συναισθηματική απόσυρση από το αντικείμενο εργασίας. Αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια την πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών, τη μείωση της αποδοτικότητας και την αύξηση του κόστους.
Όμως κάθε πολιτική που οδηγεί τους χρήστες να παραμένουν στο δρόμο και στη χρήση συνεπάγεται για την κοινωνία:
o Αύξηση στη χρήση των υπηρεσιών υγείας, των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και των κοινωνικών επιδομάτων, η οποία ακολουθείται από αντίστοιχη αύξηση του κόστους των παραπάνω υπηρεσιών και συνολικότερα του κράτους πρόνοιας.
o Αυξημένη παραβατικότητα που οδηγεί σε αύξηση του κόστους του συστήματος δίωξης και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
o Αυξημένα ποσοστά οικογενειακής βίας, παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης.
o Αύξηση των πιθανοτήτων μετάδοσης σεξουαλικών μεταδιδόμενων και άλλων νοσημάτων .
o Αύξηση των κινδύνων για διεύρυνση της χρήσης ουσιών.
o Όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων όπως ο κοινωνικός στιγματισμός και αποκλεισμός αλλά και αυξημένα προβλήματα δημόσιας ασφάλειας και κοινωνικής παρενόχλησης.
o Μείωση της παραγωγικότητας του πληθυσμού, λόγω της αποχής των εξαρτημένων από την αγορά εργασίας, με αντίστοιχη μείωση των εσόδων από τη φορολογία.
Αντίθετα η απεξάρτηση και η επανένταξη στην κοινωνία συνεπάγονται μείωση των παραπάνω δεικτών και εξοικονόμηση πόρων. Με κάθε μια νομισματική μονάδα που δίνεται στη θεραπεία εξοικονομούνται μέχρι και 23 από τη μείωση των επιπτώσεων της εξάρτησης. Η απεξάρτηση κοστίζει λιγότερο από την παραμονή στη χρήση και τη φυλάκιση. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον ΟΗΕ, το κόστος της φυλάκισης είναι 8 φορές υψηλότερο από το κόστος ενός προγράμματος εξωτερικής παρακολούθησης που λειτουργεί στην κοινωνία και 4 φορές υψηλότερο από το κόστος ενός προγράμματος διαμονής, ενώ συγχρόνως επιδεινώνει την ψυχοκοινωνική κατάσταση των κρατούμενων χρηστών, οι οποίοι, χωρίς θεραπεία, παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά υποτροπής στη χρήση και την παραβατικότητα μετά την αποφυλάκιση.
Όπως, άλλωστε, τονίζει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA) σε πρόσφατη έκθεσή του, οι πολιτικές αποφάσεις περικοπών και λιτότητας που λαμβάνονται υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης, επειδή σε πρώτη φάση δίνουν την εντύπωση ότι εξοικονομούν πόρους, μακροπρόθεσμα μπορεί να αποβούν πιο δαπανηρές. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική συρρίκνωσης των υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής στήριξης, απεξάρτησης και κοινωνικής ένταξης, φέρνει σε απόγνωση τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο και τις οικογένειές τους σε αδιέξοδο και μακροπρόθεσμα θα έχει υψηλό κόστος και για την κοινωνία και την οικονομία.
Η πρακτική των περικοπών, των καταργήσεων φορέων, των συγχωνεύσεων, των ιδιωτικοποιήσεων, η απειλή των απολύσεων και η συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων οδηγούν στην αποσύνθεση του κράτους πρόνοιας και πλήττουν όχι μόνο τους λειτουργούς κοινωνικής φροντίδας αλλά περισσότερο τις ευπαθείς ομάδες που είναι κοινωνικά αποκλεισμένες και βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Η προάσπιση του κοινωνικού κράτους δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους και τις διοικήσεις των οργανισμών αλλά όλους μας.
|